υπερφορτίζω

υπερφορτίζω
μετ.
1) заряжать сверх нормы (аккумулятор, батарею и т. п.); 2) см. υπερφορτώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπερφορτίζω" в других словарях:

  • υπερφορτίζω — Ν [φορτίζω] 1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό 2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτίζω — υπερφόρτισα, υπερφορτίστηκα, υπερφορτισμένος, τροφοδοτώ κάτι (μηχάνημα κτλ.) με υπερβολική ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος, υπερφορτώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφορτώνω — (Μ καταφορτῶ, όω) (κυριολ. και μτφ.) φορτώνω βαριά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτώνω — ὑπερφορτῶ, όω, ΝΜ υπερφορτίζω, τοποθετώ βάρος περισσότερο από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο, παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και …   Dictionary of Greek

  • υπερφορτώνω — υπερφόρτωσα, υπερφορτώθηκα, υπερφορτωμένος, φορτώνω υπερβολικά, παραφορτώνω, υπερφορτίζω: Υπερφορτώθηκε το φορτηγό αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»